Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλινοποιός

From LSJ
Revision as of 16:14, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "")

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῑνοποιός Medium diacritics: κλινοποιός Low diacritics: κλινοποιός Capitals: ΚΛΙΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: klinopoiós Transliteration B: klinopoios Transliteration C: klinopoios Beta Code: klinopoio/s

English (LSJ)

ὁ, maker of beds or bedsteads, Pl.R.597a, D.27.9:—hence ἡ κλινοποιική (sc. τέχνη) the art of making beds, Poll.7.159.

German (Pape)

[Seite 1454] = κλινοπηγός; Plat. Rep. X, 596 e; Dem. 27, 9.

Greek (Liddell-Scott)

κλῑνοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων κλίνας, ξυλουργός, Πλάτ. Πολ. 596Ε, Δημ. 816. 9· ― ἡ κλινοποιϊκὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ κατασκευάζειν κλίνας, Πολυδ. Ζ΄, 159.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de lits, de litières.
Étymologie: κλίνη, ποιέω.

Greek Monolingual

ο (Α κλινοποιός)
αυτός που κατασκευάζει κλίνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -ποιός (< ποιῶ)].

Greek Monotonic

κλῑνοποιός: ὁ (ποιέω), αυτός που φτιάχνει κρεβάτια ή πλαίσια κρεβατιών, ταπετσέρης, σε Πλάτ., Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλινοποιός -οῦ, ὁ [κλίνη, ποιέω] beddenfabrikant.

Russian (Dvoretsky)

κλινοποιός:изготовляющий ложа, кровати или носилки, кроватный мастер Plat.

Middle Liddell

κλῑνο-ποιός, οῦ, ποιέω
making beds or bedsteads, an upholsterer, Plat., Dem.