σφήνωσις
English (LSJ)
εως, ἡ, A the use of the wedge, Hp.Fract.31, Orib.49.8.13. 2 closing up, obstruction, τοῦ πνεύματος Plu.2.127d, cf. 654a, Placit.3.15.5; difficult passage, of calculi, Aret.SD2.3(pl.); obstruction, Alex.Aphr. Pr.1.107, cf. Gal.1.284 (pl.); τῶν πόρων Alex.Trall.1.2; [τῆς κεφαλῆς] plugging up, cold in the head, Cass.Pr.25; impaction of foetus, Sor.2.60, Paul.Aeg.3.76.
German (Pape)
[Seite 1050] ἡ, das Spalten oder Befestigen mit einem Keile, auch Einzwängen, Versperren, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
σφήνωσις: ἡ, χρῆσις σφηνός, σφήνωμα, Ἱππ. π. Ἀγμ. 773, Ὀρειβάσ. 2) ἀπόκλεισις, ἀπόφραξις, τοῦ πνεύματος Πλούτ. 2. 127D, πρβλ. 654Α, 896C· δύσκολος δίοδος ἢ ἔξοδος, ἐπὶ λίθων ἐν τῇ κύστει, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 3· ἔμφραξις, τῶν πόρων Ἄλεξ. Τραλλ. κλπ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
obstruction, obturation.
Étymologie: σφηνόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφήνωσις -εως, ἡ [σφηνόω] het gebruik van de wig.