ἀνακύκλησις
English (LSJ)
εως, ἡ, A a coming round again, circuit, revolution, Pl.Plt.269e, cf. Plu. Sol.4. 2 in Metric, recurrence of form, strophic arrangement, Heph.17.4, Poëm.3.2.
German (Pape)
[Seite 194] ἡ, Wiederkehr in regelmäßigem Kreislauf, Plat. Polit. 269 e; neben περίοδος ἡ διὰ πάντων ἀνακ. Plut. Sol. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακύκλησις: -εως, ἡ, ἡ ἐν κύκλῳ ἐπάνοδος, στροφή, ἐπιστροφή, Πλάτ. Πολ. 269Ε.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de recommencer un tour, révolution.
Étymologie: ἀνακυκλέω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
I 1giro, vuelta Pl.Plt.269e, διὰ πάντων ἀνακύκλησις Plu.Sol.4, ἡλίου Ph.1.588, σελήνης Ph.2.281
•ciclo χρόνων Sch.Arat.1091M.
2 métr. iteración de un ritmo, Heph.17.4, ἀνακυκλήσει ὁ ποιητὴς γράφει Heph.Poëm.3.2.
II confusión λόγον ... μίξιν τινὰ τῶν ὑποστάσεων καὶ ἀνακύκλησιν κατασκευάζοντα Gr.Nyss.Tres dei 55.23.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακύκλησις: εως ἡ круговращение, круговорот, возвращение к исходному положению Plat., Plut.