μακραγορία
From LSJ
Λιμὴν νεὼς ὅρμος, βίου δ' ἀλυπία → Des Lebens Ankerplatz und Port ist Seelenruh → Λιμὴν πλοίου μέν, ἀλυπία δ' ὅρμος βίου
English (LSJ)
Doric for μακρηγορία.
English (Slater)
μᾰκρᾱγορία long story εἰμὶ δ' ἄσχολος ἀναθέμεν πᾶσαν μακραγορίαν λύρᾳ (P. 8.30)
Russian (Dvoretsky)
μακρᾱγορία: ἡ дор. = μακρηγορία.