ὑποτρώγω

From LSJ
Revision as of 13:55, 3 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτρώγω Medium diacritics: ὑποτρώγω Low diacritics: υποτρώγω Capitals: ΥΠΟΤΡΩΓΩ
Transliteration A: hypotrṓgō Transliteration B: hypotrōgō Transliteration C: ypotrogo Beta Code: u(potrw/gw

English (LSJ)

A eat with other things, Xenoph.22.3. II eat by way of preparation, X.Smp.4.9. III metaph., eat away from below, τοῖχον ὑ. ποταμός Call.Epigr.45.4.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτρώγω: μέλλ. -ξομαι, τρώγω τι ὡς τράγημα ἐν ᾧ πίνω, πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ’ ἐρέβινθον Ξενοφάνης παρ’ Ἀθην. 54Ε. ΙΙ. τρώγω προκαταρκτικῶς, προπαρασκευαστικῶς, Ξεν. Συμπ. 4. 9. ΙΙΙ. μεταφορ., τρώγω, φθείρω κάτωθεν, ὡς ὁ ποταμὸς τὰς ὄχθας του, Καλλ. Ἐπιγρ. 45. 4.

French (Bailly abrégé)

1 manger en outre;
2 manger pour s'ouvrir l’appétit;
3 fig. ronger en dessous en parl. d’un fleuve.
Étymologie: ὑπό, τρώγω.

Greek Monolingual

Α τρώγω
1. τρώω λίγο λίγο πίνοντας κρασί ή άλλο ποτό («πίνοντα γλυκὺν οἶνον, ὑποτρώγοντ' ἐρέβινθον», Ξεν.)
2. τρώω πριν από το κύριο γεύμακρόμμυον ὑποτρώγειν», Ξεν.)
3. φθείρω αποκάτω, προκαλώ διάβρωση («τοῑχον ὑποτρώγων ἡσύχιος ποταμός», Καλλ.).

Greek Monotonic

ὑποτρώγω: μέλ. -ξομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έτρᾰγον· τρώω προκαταρκτικά (σαν ορεκτικό), σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτρώγω:
1) закусывать вначале, предварительно съедать (κρόμμυον Xen.);
2) (о реке), подмывать, подрывать, (τοῖχον Anth.).

Middle Liddell

fut. ξομαι aor2 ὑπ-έτρᾰγον
to eat by way of preparation, Xen.