εἰροπόκος
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον, wool-fleeced, woolly, εἰροπόκοις ὀΐεσσιν Il.5.137; εἰροπόκων ὀΐων Od.9.443, Theoc.8.9, cf. Hes.Op.234.
German (Pape)
[Seite 735] wollschürig, wollig; ὄϊες Il. 5, 137 Od. 9, 443; Hes. O. 232; Theocr. 8, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εἰροπόκος: -ον, ὁ ἔχων πόκους ἐρίων, πυκνόμαλλος, εἰροπόκοις ὀΐεσσιν Ἰλ. Ε. 137· εἰροπόκων ὀΐων Ὀδ. Ι. 443.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la laine peut être peignée, càd à l'épaisse toison.
Étymologie: εἶρος, πέκω.
English (Autenrieth)
(πέκω): woolly-fleeced, woolly, Od. 9.443 and Il. 5.137.
Spanish (DGE)
-ον
lanudo, de lanudos vellones ὄϊες Il.5.137, Od.9.443, Hes.Th.446, h.Merc.288, Theoc.8.9, Orac.Sib.13.30, Q.S.5.493, μῆλα Nonn.D.10.6, ἀγέλαι Opp.H.4.394, ποῖμναι Q.S.1.208.
Greek Monolingual
εἰροπόκος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολύ μαλλί, ο πυκνόμαλλος.
Greek Monotonic
εἰροπόκος: -ον, αυτός που είναι σκεπασμένος με μαλλί, τριχωτός, μάλλινος, πυκνόμαλλος, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
εἰροπόκος: покрытый густой шерстью, глубокорунный (ὄϊες Hom., Hes., Theocr.).