κελαινόφρων

From LSJ
Revision as of 10:10, 5 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "l’" to "l'")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόφρων Medium diacritics: κελαινόφρων Low diacritics: κελαινόφρων Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΦΡΩΝ
Transliteration A: kelainóphrōn Transliteration B: kelainophrōn Transliteration C: kelainofron Beta Code: kelaino/frwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, black-hearted, μήτηρ A.Eu. 459.

German (Pape)

[Seite 1414] ονος, von schwarzer, tückischer Gesinnung, Aesch. Eum. 437.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόφρων: -ον, ὁ κακά, δόλια φρονῶν, «κακόκαρδος», κακόψυχος, ὁ μαύρην ψυχὴν ἔχων, Αἰσχύλ. Εὐμ. 459.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
à l'esprit sombre, à l'âme noire, impénétrable.
Étymologie: κελαινός, φρήν.

Greek Monolingual

κελαινόφρων, -ον (Α)
αυτός που σκέπτεται μαύρα, δόλια, κακά, που έχει μαύρη ψυχή, κακόκαρδος, κακόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -φρων (< φρήν), τ. που εμφανίζει την εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας φρεν- (πρβλ. βαρύ-φρων, καρτερό-φρων)].

Greek Monotonic

κελαινόφρων: -ον (φρήν), κακόκαρδος, κακόψυχος, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κελαινόφρων -ον [κελαινός, φρήν] boosaardig.

Russian (Dvoretsky)

κελαινόφρων: 2, gen. ονος питающий черные замыслы, преступный (μήτηρ, т. е. Κλυταιμνήστρα Aesch.).

Middle Liddell

φρήν
black-hearted, Aesch.