υποθήκη
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
η / ὑποθήκη, ΝΜΑ ὑποτίθημι
1. δικαίωμα του δανειστή σε ακίνητα συνήθως περιουσιακά στοιχεία του οφειλέτη, παραχωρούμενο ως εγγύηση εξοφλήσεως (α. «έβαλε υποθήκη το σπίτι του» β. «συγγραφαι δανείων ἐφ' ὑποθήκη κατοικικαῖς ἀρούραις», πάπ.)
2. μτφ. συμβουλή, παραίνεση, ηθική προσταγή (α. «οι ρήσεις τών αρχαίων συγγραφέων αποτελούν την πολυτιμότερη υποθήκη του έθνους μας» β. «τῆς τούτου μητρός... ὑποθήκαις... διακονοῦσαν», Αντιφ.)
νεοελλ.
1. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ξένο ακίνητο, για την εξασφάλιση προνομιακής ικανοποίησης μιας απαίτησης από το εκπλειστηρίασμα του ακινήτου
2. φρ. α) «ναυτική υποθήκη» — βλ. ναυτικός
β) «βιβλίο υποθηκών και κατασχέσεων» — βιβλίο που τηρείται στα λιμεναρχεία και στο οποίο εγγράφονται οι υποθήκες και κατασχέσεις πλοίων, το υποθηκολόγιο
αρχ.
1. (για την διδασκαλία του Ιησού Χριστού) δίδαγμα
2. στον πληθ. αἱ ὑποθῆκαι
ποιήματα με διδακτικό χαρακτήρα, όπως λ.χ. ήταν αυτά του Ησιόδου
3. φρ. α) «ὑποθῆκαι ἔγγαιοι» — υποθήκες εκτάσεων γης
β) «ἐν ὑποθήκῃ» — ως ενέχυρο.