κατάρραφος

From LSJ
Revision as of 08:28, 17 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρρᾰφος Medium diacritics: κατάρραφος Low diacritics: κατάρραφος Capitals: ΚΑΤΑΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: katárraphos Transliteration B: katarraphos Transliteration C: katarrafos Beta Code: kata/rrafos

English (LSJ)

ον, sewn together, patched, Luc.Ep.Sat.28.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρρᾰφος: -ον, κατερραμένος, συνερραμένος, ἐμβαλωμένος, Λουκ. Ἐπ. Κρον. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
recousu, raccommodé.
Étymologie: καταρράπτω.

Greek Monolingual

κατάρραφος, -ον (Α)
αυτός που έχει πολλές ραφές ή πολλά μπαλώματα («ὁλόχρυσον μὲν τὰ ἔξω, κατάρραφον δὲ τὰ ἔνδον», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -ρραφος < (ραφή), πρβλ. πολύρραφος, υπόρραφος].

Greek Monotonic

κατάρρᾰφος: -ον, συρραμμένος, μπαλωμένος, αποτελούμενος από ενωμένα κομμάτια, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρραφος -ον [καταρράπτω] opgelapt.

Russian (Dvoretsky)

κατάρρᾰφος: зашитый или заплатанный (sc. ἐσθής) Luc.

Middle Liddell

κατάρρᾰφος, ον
sewn together, patched, Luc.