αιμοχαρής
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
Greek Monolingual
-ές (Μ αἱμοχαρής)
αυτός που χαίρεται βλέποντας να χύνεται αίμα, αιμοδιψής, κακούργος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἷμα + -χαρὴς < ἐχάρην, αόρ. του χαίρω.
Translations
Belarusian: крыважэ́рны; Bulgarian: кръвожаден; Catalan: sanguinari; Chinese Mandarin: 嗜血; Czech: krvelačný, krvežíznivý; Danish: blodtørstig; Dutch: bloeddorstig, bloeddorstige; Esperanto: murdema, sangavida, sangosoifanta; Finnish: verenhimoinen; French: sanguinaire; Galician: sanguinario; German: blutrünstig, blutdürstig; Greek: αιμοβόρος, αιμοβόρικος, μοβόρικος, μοβόρος, αιμοσταγής, αιμοχαρής, αιματοβόρος; Ancient Greek: αἱματοπώτης, αἱματοπῶτις, αἱματορρόφος, αἱματοχαρής, αἱμηπότης, αἱμοβόρος, αἱμόδιψος, αἱμοπότης, αἱμοπότις, αἱμοχαρής, δαφοινήεις, δαφοινός, εἰαροπότης, ἐναιμής, ἠεροπότης, ὠμηστής; Gujarati: લોહીતરસ્યું; Hungarian: vérszomjas; Icelandic: morðóður, blóðþyrstur; Ido: sango-durstanta, sango-amanta, kruela; Indonesian: haus darah; Italian: sanguinario; Japanese: 血に飢える; Latin: sanguinans, sanguineus, cruentus; Macedonian: крволочен, крвожеден; Norwegian Bokmål: blodtørstig; Nynorsk: blodtørstig; Old English: blōdiġ, blōdrēow; Polish: krwiożerczy, żądny krwi; Portuguese: encarniçado, encarniçada, sanguinário, sanguinária, sanguinolento, sanguinolenta; Russian: свирепый, кровожадный; Serbo-Croatian Cyrillic: кр̏волочан, крвожедан; Roman: krvoločan, krvožedan; Slovak: krvilačný; Slovene: krvoločen; Spanish: sanguinario; Swedish: blodtörstig; Turkish: hunhar, kana susamış; Ukrainian: кровожерливий