Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πορθμείο

From LSJ
Revision as of 15:05, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")

Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.

Pervigilium Veneris

Greek Monolingual

το / πορθμεῖον, ιων. τ. πορθμήϊον, ΝΑ πορθμός
1. τόπος διαπόρθμευσης, δηλ. το σημείο απ' όπου περνά κάποιος από ακτή σε ακτή ή από όχθη σε όχθη, πέραμα
2. σκάφος με το οποίο περνά κάποιος στην απέναντι όχθη ή ακτή («καὶ πορθμεῖα ἀνθρώπων μεστά, καταπλέοντα ἀπὸ νήσων», Ξεν.)
νεοελλ.
1. μεταγωγικό, εμπορικό πλοίο, επιβατών και οχημάτων, αλλ. οχηματαγωγό
2. στον πληθ. τα πορθμεία
τα ναύλα της διαπόρθμευσης
αρχ.
1. τα ναύλα της διαπόρθμευσης, η αμοιβή του λεμβούχου για τη μεταφορά στην απέναντι όχθη ή ακτή
2. νόμισμα το οποίο έφερε ο νεκρός στο στόμα ως αμοιβή του Χάρωνος για τη διαπόρθμευση από την Αχερουσία Λίμνη («ἀπόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα», Λουκιαν.).