συγκρότηση

From LSJ
Revision as of 19:30, 27 September 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "({{grml\n.*\n}})\n\1" to "$1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source

Greek Monolingual

η / συγκρότησις, -ήσεως, ΝΜΑ συγκροτῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του συγκροτώ, η συνένωση σε ένα αρμονικό σύνολο, σύσταση, σχηματισμός («επιβάλλεται η συγκρότηση εξεταστικής επιτροπής»)
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι συγκροτήσεις
φυσ. οι παλμοί που προκύπτουν από τον συνδυασμό δύο ταλαντώσεων ή κυμάτων με συχνότητες ελάχιστα διαφορετικές μεταξύ τους
2. φρ. α) «συγκρότηση συλλαλητηρίου [ή συνεδριάσεως ή συνέλευσης]» — σύνοδος προσώπων σε συλλαλητήριο [[[συνεδρίαση]] ή συνέλευση]
β) «συγκρότηση σε σώμα»
(για αιρετό όργανο) σύνοδος σε πρώτη συνεδρίαση και ανάδειξη, βάσει τών νόμιμων διατάξεων και του κανονισμού ή του καταστατικού, της διοίκησης, καθώς και κατανομής αρμοδιοτήτων τών μελών της
αρχ.
επιδοκιμασία, έγκριση ή ενθάρρυνση, υποστήριξη.