ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart
adj.
P. and V. συγγενής, οἰκεῖος, προσήκων, ἀναγκαῖος, V. σύγγονος, ἐγγενής, ὁμογενής (also Plat. but rare P.), ὁμόσπορος, σύναιμος, ὁμαίμων, ὅμαιμος; see kindred.
Met. of things: P. and V. συγγενής, ἀδελφός, προσήκων, P. σύννομος.