ἀμυστί

From LSJ
Revision as of 18:37, 28 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓μυστῑ́ Medium diacritics: ἀμυστί Low diacritics: αμυστί Capitals: ΑΜΥΣΤΙ
Transliteration A: amystí Transliteration B: amysti Transliteration C: amysti Beta Code: a)musti/

English (LSJ)

[ῑ], Adv., (μύω) without closing the mouth, i.e. at one draught, ἀμυστὶ πιεῖν prob. in Hp.Int.12, cf. Pherecr.202, Anacreont. 8, Luc.Lex.8.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans fermer la bouche.
Étymologie: , μύω.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-ῑ]
adv. sin cerrar la boca, de un trago ἀ. πιεῖν Pherecr.202, Anacreont.9, Luc.Lex.8, D.C.72.18.2, Poll.6.25, cf. Clem.Al.Paed.2.2.31.

Greek Monolingual

ἀμυστί επίρρ. (Α)
δίχως αναπνοή, μονορούφι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μύω «κλείνω, είμαι κλεισμένος, κυρίως όμως για πρόσωπα: κλείνω τα μάτια».
ΠΑΡ. αρχ. ἄμυστις.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμυστί: [ῑ], Ἐπίρρ. (μύω) = χωρὶς νὰ κλείσῃ τις τὸ στόμα, δηλ. διὰ μιᾶς, «μονορροῦφι», ἀμυστὶ πίνειν Λουκ. Λεξιφ. 8, κτλ.

Greek Monotonic

ἀμυστί: [ῑ], επίρρ. (μύω), χωρίς κλείσιμο του στόματος, δηλ. μονορούφι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμυστί: μύω adv. не закрывая рта, т. е. залпом (πίνειν Anacr., Luc.).

Frisk Etymological English

See also: μύω

Middle Liddell

[μύω]
without closing the mouth, i. e. at one draught, Luc.