οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
λῃστήρ και ληϊστήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. λῄστειρα (Α)
1. ληστής, ιδίως ο πειρατής («οἷά τε ληϊστῆρες ὑπεὶρ ἅλα, τοί τ' ἀλόωνται», Ομ. Οδ.)
2. πειρατικός («λῄστειρα ναῦς», Αιλιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληϊδ-τήρ < ληΐς, άλλος τ. του λεία) + επίθημα -τήρ].