ἁλουργίς

From LSJ
Revision as of 09:16, 29 September 2022 by Spiros (talk | contribs)

ἀλωπεκίζω πρὸς ἑτέραν ἀλώπεκα → Greek meets Greek | with the fox, be a fox

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̔λουργῐ́ς Medium diacritics: ἁλουργίς Low diacritics: αλουργίς Capitals: ΑΛΟΥΡΓΙΣ
Transliteration A: halourgís Transliteration B: halourgis Transliteration C: alourgis Beta Code: a(lourgi/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A purple robe, Ar.Eq.967, IG2.754, Chamaeleon ap.Ath.9.374a. II as adjective, ἐσθὴς ἁλουργίς f. l. in Luc.Nav.22.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1manto de púrpura como signo de divinidad, realeza o simple lujo ἁλουργίδα ἔχων κατάπαστον con manto de púrpura bordado Ar.Eq.967, χρυσόπαστος D.C.63.20.3, Polyaen.8.43, ἁλουργὶς ξενική IG 22.1517.155, 22.1514.49 (IV/III a.C.), ἐφόρει ἁλουργίδα Chamael.43, cf. D.L.8.47, ποικίλαις ἁ. ἀμφιέννυνται D.H.3.62, cf. AP 7.218 (Antip.Sid.), en un sueño, Artem.2.3.
2 paño de altar, CCP(536) Act.5 p.95.26.
II fig.
1 manto de púrpura, la púrpura como colmo de la excelencia ἁλουργὶς θεοῦ γενόμενος de San Pablo después de la conversión, Isid.Pel.Ep.M.78.381A, cf. Nil.M.79.872A, ὁ Χριστός, καθάπερ ἁ. βασιλικήν τὸ ἴδιον φόρημα περικείμενος ... τὸ ἀνθρώπινον σῶμα Cyr.Al.M.73.484B.
2 la púrpura imperial, el imperio τὸν Γάλλον ἀφελέσθαι μὲν τῆς ἁ. Philost.HE 4.1.

German (Pape)

[Seite 109] ίδος, ἡ, mit Meerpurpur gefärbtes, ächtes Purpurkleid, Ar. Equ. 962; Ant. Sid. 83 (VII, 218); Plut. Rom. 14 u. sonst.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. ἐσθής;
robe de pourpre.
Étymologie: fém. de ἁλουργής.

Russian (Dvoretsky)

ἁλουργίς: ίδος ἡ (sc. ἐσθής) пурпурная одежда Arph., Plut., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλουργίς: -ίδος, ἡ, πορφυρᾶ ἐσθής, Ἀριστοφ. Ἱππ. 967, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 58, κτλ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐσθὴς ἁλουργίς, Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 22· ἀλλ’ ἴσως πρέπει νὰ διορθωθῇ ἁλουργής, ὡς ἐν εἰκόσι τοῦ αὐτοῦ 11.

Greek Monolingual

ἁλουργίς (-ίδος), η (AM)
πορφυρή εσθήτα
αρχ.
(ως επίθ. για ενδύματα) πορφυρόχρωμος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλουργός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργίδιον.

Greek Monotonic

ἁλουργίς: -ίδος, ἡ, πορφυρή εσθήτα, σε Αριστοφ.· ως επίθ. ἐσθὴς ἁλουργίς, σε Λουκ.

Middle Liddell

[from ἁλουργής
a purple robe, Ar.: as adj., ἐσθὴς ἁλουργίς Luc.