δυσπολιόρκητος

From LSJ
Revision as of 11:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπολιόρκητος Medium diacritics: δυσπολιόρκητος Low diacritics: δυσπολιόρκητος Capitals: ΔΥΣΠΟΛΙΟΡΚΗΤΟΣ
Transliteration A: dyspoliórkētos Transliteration B: dyspoliorkētos Transliteration C: dyspoliorkitos Beta Code: duspolio/rkhtos

English (LSJ)

ον, hard to take by siege, X.HG4.8.5 (Comp.), Plb.5.3.4, J.AJ2.10.2; τὸ δ. Corn.ND20.

Spanish (DGE)

-ον
inexpugnable, difícil de conquistar por asedio χωρίον X.HG 4.8.5, LXX 2Ma.12.21, I.AI 2.249, πολισμάτιον Plb.5.3.4, κατὰ θάλατταν ... δυσπολιόρκητον οὖσαν τὴν πόλιν D.S.17.40, cf. 22.10
subst. τὸ δ. inexpugnabilidad Corn.ND 20.

German (Pape)

[Seite 687] schwer zu belagern u. einzunehmen; Xen. Hell. 4, 8, 5; Pol. 5, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπολιόρκητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ κυριεύσῃ τις διὰ πολιορκίας, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5, Πολύβ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inexpugnable.
Étymologie: δυσ-, πολιορκέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσπολιόρκητος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία
2. αυτός που δύσκολα πολιορκείται
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσπολιόρκητον
η δυσκολία για άλωση με πολιορκία.

Greek Monotonic

δυσπολιόρκητος: -ον, αυτός που δύσκολα κυριεύεται με πολιορκία, δυσπόρθητος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δυσπολιόρκητος: который трудно осаждать или взять осадой, неприступный (χωρίον Xen.; πολισμάτιον Polyb.).

Middle Liddell

δυσπολιόρκητος, ον
hard to take by siege, Xen.