δυσήκεστος
From LSJ
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ον, hard to heal or cure, Hp.Fract.29, AP3.19 (Cyzicus).
Spanish (DGE)
v. δυσάκεστος.
German (Pape)
[Seite 680] schwer zu heilen; Hippocr.; vgl. Anth. III, 19.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήκεστος: -ον, δυσθεράπευτος, δυσίατος, Ἱππ. Ἀγμ. 770, Ἀνθ. Π. 3. 19.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à guérir.
Étymologie: δυσ-, ἀκέομαι.
Greek Monolingual
δυσήκεστος, -ον (Α)
δύσκολος να θεραπευθεί.
Greek Monotonic
δυσήκεστος: -ον, αυτός που δύσκολα θεραπεύεται ή διορθώνεται, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δυσήκεστος: досл. с трудом исцелимый, перен. с трудом утолимый (κάματοι Anth.).
Middle Liddell
δυσ-ήκεστος, ον
hard to heal or cure, Anth.