γαμβροκτόνος

From LSJ
Revision as of 11:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γαμβροκτόνος Medium diacritics: γαμβροκτόνος Low diacritics: γαμβροκτόνος Capitals: ΓΑΜΒΡΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: gambroktónos Transliteration B: gambroktonos Transliteration C: gamvroktonos Beta Code: gambrokto/nos

English (LSJ)

ον, bridegroom-slaying, Lyc.161.

Spanish (DGE)

-ον
asesino de yernos, e.e., de pretendientes de la hija dicho de Enomao, Lyc.161, de su carrera δρόμος Οἰνομάου γ. Nonn.D.19.153, cf. Eust.776.8, de su lanza γαμβροκτόνον ἔγχος ἀείρων Nonn.D.48.219.

German (Pape)

[Seite 472] den Bräutigam tödtend, Lycophr. 161; Nonn. D. 19, 151.

Greek (Liddell-Scott)

γαμβροκτόνος: -ον, ὁ τὸν γαμβρὸν φονεύων, Λυκ. 161.

Greek Monolingual

γαμβροκτόνος, -ον (AM)
αυτός που σκοτώνει τον γαμπρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαμβρός + -κτόνος < κτείνω (πρβλ. αδελφοκτόνος, Βουλγαροκτόνος κ.λπ.)].