βοοδμητήρ
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (< δαμάω) slaying oxen, λέοντε QS. 1.524, cf. 587.
Spanish (DGE)
-ῆρος dominador de toros λέοντε Q.S.1.524, cf. 587.
German (Pape)
[Seite 453] ῆρος, Stierbändiger, -überwältiger, λέων Qu. Sm. 1, 524. 588.
Greek (Liddell-Scott)
βοοδμητήρ: ῆρος, ὁ, (δαμάω) ὁ δαμάζων βοῦς, Κόϊντ. Σμ. 1. 524, 587.
Greek Monolingual
βοοδμητήρ (-ῆρος), ο (Α)
φρ. «βοοδμητήρ λέων» — το λιοντάρι που δαμάζει, που κατανικά τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους (βοός) + δμητήρ «δαμαστής» < (θ.) δμη- (πρβλ. δάμνημι «δαμάζω»)].