βρύχημα
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ατος, τό, roar, roaring, λέοντος APl.4.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36; improperly of sheep (cf. βληχάομαι), A.Fr.158 (pl.); of men, Plu.Mar.20, Alex. 51.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ῡ-]
bramido del ganado μυκηθμοῖσι καὶ βρυχήμασιν con mugidos y balidos A.Fr.158.3
•rugido λέοντος AP 16.94 (Arch.), cf. Opp.C.3.36, Aq.Ib.3.24
•de pers. rugido, bramido de desesperación, Plu.Mar.20, Alex.51.
German (Pape)
[Seite 466] τό, dasselbe, Aesch. frg. 146; λέοντος Archi. 27 (Plan. 94); Opp. C. 1, 304; von Menschen Plut. Mar. 20 Al. 51.
Greek (Liddell-Scott)
βρύχημα: τό, ἀγρία φωνή, μούγκρισμα, Ὀππ. Κ. 3. 36· ἀτόπως ἐπὶ προβάτων (πρβλ. βληχάομαι), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155· ἐπὶ ἀνθρώπων, Πλούτ. Μαρ. 20, Ἀλεξ. 51.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
cri de fureur, hurlement de douleur.
Étymologie: βρυχάομαι.
Greek Monolingual
το (AM βρύχημα) βρυχώμαι
ο βρυχηθμός.
Greek Monotonic
βρύχημα: -ατος, τό, μουγκρητό, ουρλιαχτό, λέγεται για τους ανθρώπους, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βρύχημα: ατος (ῡ) τό рев (μυκηθμοὶ καὶ βρυχήματα Aesch.; β. μεμυγμένον ἀπειλαῖς Plut.).
Middle Liddell
bellowing, roaring, of men, Plut.