αὔθαιμος
From LSJ
πᾶσι τοῖς ἐσχάτοις ζημιοῦσθαι → be punished by all the most extreme penalties
English (LSJ)
v. αὐθαίμων.
Spanish (DGE)
-ον
1 de la misma sangre, fraterno δεινὰ δ' εὑροῦσαν πρὸς αὐθαίμων πάθη S.OC 1078, αὔ. σπορά Nicom.Trag.16a.
2 subst. hermano αὔ. ἡμέτερος AP 7.707 (Diosc.), σῆμα ... Φαρνάκου αὐθαίμου GVI 633.2 (Renea II a.C.).
German (Pape)
[Seite 392] (αἷμα), von demselben Blute, verschwistert, Ant. Sid. 15 (VI, 14); Soph. O. C. 1080 für αὐθομαίμων, nach Bothe's Conj.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est du même sang, frère, sœur.
Étymologie: αὐτός, αἷμα.
Greek Monolingual
αὔθαιμος, -ον και αὐθαίμων, -ον (Α)
1. αδελφός
2. συγγενής εξ αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυθ- (πρβλ. αυτο-) + -αιμος, -αίμων < αίμα].
Russian (Dvoretsky)
αὔθαιμος: Soph., Anth. = αὐθαίμων.