ἀγαμένως
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
Adv. part. pres. of ἄγαμαι, with admiration or respect, ἀ. λέγειν Arist.Rh.1408a18; ἀ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο Pl.Phd.89a.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. pres. de ἄγαμαι
1 con aire de aprobación ἀ. ... τὸν λόγον ἀπεδέξατο Pl.Phd.89a.
2 con admiración λέγειν Arist.Rh.1408a18, (ἐπιστολήν) ταύτην ἀνέγνων ... ἀ. Synes.Ep.101.
German (Pape)
[Seite 8] beifällig, mit Bewunderung u. Beifall, z. B. δέξασθαι λόγον Plat. Phaed. 89 a; dem ταπεινῶς entgegenstehend bei Arist. Rhet. 3, 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγᾰμένως: ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεστ. τοῦ ἄγαμαι, μετὰ θαυμασμοῦ ἢ ἐπικροτήσεως, ἀγ. λέγειν, Ἀριστ. Ῥητ. 3. 7, 3· ἀγ. τὸν λόγον ἀπεδέξατο, μετὰ σεβασμοῦ ἢ συγκαταθέσεως, Heind. Πλάτ. Φαίδ. 89Α.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 avec admiration ou respect;
2 de façon à exciter l'admiration.
Étymologie: ἄγαμαι.
Greek Monotonic
ἀγᾰμένως: επίρρ. μτχ. ενεστ. του ἄγαμαι, με θαυμασμό, με σεβασμό, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγᾰμένως: восторженно, одобрительно (τὸν λόγον τινὸς ἀποδέχεσθαι Plat.; λέγειν Arst.).
Middle Liddell
part. pres. of ἄγαμαι, with admiration, respect or deference, Plat.