ἀλιτήμων
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (> ἀλιτεῖν) = ἀλιτήριος (sinning against, offending against, guilty, avenging spirit, sinful), Il. 24.157, 186, Call. Dian. 123, ARh. 4.1057.
Spanish (DGE)
(ἀλῐτήμων) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
impío, que no tiene consideración para las leyes religiosas οὔτ' ἀ., ἀλλὰ ... ἱκέτεω περιδήσεται ἀνδρός de Aquiles Il.24.157, 186
•de acciones περὶ ξείνους ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Call.Dian.123, δίκη A.R.4.1057, βροτέην δ' ἀλιτήμονα ῥήξατο φωνήν Nonn.D.44.72, cf. Max.576.
German (Pape)
[Seite 99] ονος, sündhaft, subst. Frevler, Hom. zweimal, Il. 24, 157. 186; neutr. ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Callim. Dian. 123; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλῐτήμων: -ον, γεν. ονος (ἀλιτεῖν) = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ω. 157, 186, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 123.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.
English (Autenrieth)
ονος (ἀλιταίνω): sinning against, offending.
Greek Monolingual
ἀλιτήμων (-ονος), -ον (Α)
1. αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος
2. απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ-, θ. αορ. β΄ (ἤλιτον) του ρημ. ἀλιταίνω, με επαύξηση -η-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτημοσύνη.
Greek Monotonic
ἀλῐτήμων: -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλῐτήμων: 2, gen. ονος (ᾰ) грешный, нечестивый Hom.