ἀλλιτάνευτος
From LSJ
ἐν τῷ διὰ τῆς κατασκευῆς παρεπιφαινομένῳ περίττῳ → through some excess thing which results through poetic elaboration
English (LSJ)
Ep. for ἀλιτάνευτος, inexorable, AP7.483.
Spanish (DGE)
v. ἀλιτάνευτος.
German (Pape)
[Seite 103] unerbittlich, Ἅιδης Ep. ad. 659 (VII, 483).
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλιτάνευτος: Ἐπ. ἀντὶ ἀλιτάνευτος, ἀδυσώπητος, ἄκαμπτος, Ἀνθ. Π. 483.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
inexorable.
Étymologie: ἀ, λιτανεύω.
Greek Monotonic
ἀλλιτάνευτος: Επικ. αντί ἀ-λιτάνευτος, (λιτανεύω), αδυσώπητος, άκαμπτος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλλιτάνευτος: Anth. = ἄλλιστος.
Middle Liddell
λιτανεύω
inexorable, Anth.