ἀμέθεκτος
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ον, imparticipable, Alex.Aphr.in Metaph.637.12, Simp.in de An.218.5, Procl.Inst.23, al.; αἰτίαι Chrysipp.(?) Stoic.2.308. Adv. ἀμεθέκτως = without participating Ascl.in Metaph.115.36.
Spanish (DGE)
-ον
fil.
1 que no admite participación del mundo suprasensible, etc. τάς τε ἀμεθέκτους αἰτίας καὶ τὰς μεθεκτάς Chrysipp.Stoic.2.308, ἡ δὲ σοφία τῶν χωριστῶν ἐστι καὶ παντελῶς ἀμεθέκτων Alex.Aphr.in Metaph.637.12, cf. Procl.Inst.23, Dam.Pr.104, 136ter, Simp.in de An.218.5, Ascl.in Metaph.115.36, ὁ ἀ. νοῦς Cat.Cod.Astr.9(1).121.
2 adv. ἀμεθέκτως = sin admitir participación en el mismo sent. ἀμεθέκτως μὲν γὰρ μετέχουσι τῆς ἀληθείας τὰ νοητά Ascl.in Metaph.115.36.
German (Pape)
[Seite 120] nicht theilnehmend, Orph. frg.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμέθεκτος: -ον, μὴ μετέχων, καὶ ἐπίρρ. ἀμεθέκτως Ἐκκλ.
Greek Monolingual
ἀμέθεκτος, -ον (Α)
αυτός που δεν μετέχει σε κάτι, αμέτοχος, ξεχωριστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητικό + μεθεκτὸς < μετέχω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμεθεξία.