ἀνοικτίρμων
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ον, gen. ονος, pitiless, merciless, S.Fr.659.8, AP7.303 (Antip. Sid.).
Spanish (DGE)
-ον
implacable τις S.Fr.659, ἀνοικτίρμων τις ἔφυς θεός AP 7.303 (Antip.Sid.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοικτίρμων: -ον, ονος, ὁ μὴ οἰκτίρμων, ἀνηλεής, ἄσπλαγχνος, Σοφ. Ἀποσπ. 587, Ἀνθ. Π. 7. 303.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
sans pitié.
Étymologie: ἀ, οἰκτίρω.
Greek Monolingual
ἀνοικτίρμων (AM) οικτίρμων
άσπλαχνος, άκαρδος.
Greek Monotonic
ἀνοικτίρμων: -ον, ανηλεής, άσπλαχνος, ανελέητος, σε Σοφ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοικτίρμων: 2, gen. ονος Soph., Anth. = ἄνοικτος.
Middle Liddell
pitiless, merciless, Soph., Anth.