ἀνολκή

From LSJ
Revision as of 13:25, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνολκή Medium diacritics: ἀνολκή Low diacritics: ανολκή Capitals: ΑΝΟΛΚΗ
Transliteration A: anolkḗ Transliteration B: anolkē Transliteration C: anolki Beta Code: a)nolkh/

English (LSJ)

ἡ, hauling up, λίθων Th.4.112; ἀ. καὶ καθολκή Aen.Tact. 10.12.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
arrastre τῶν λίθων D.C.51.10.9, Longus 2.13, de un barco, Aen.Tact.10.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνολκή: ἡ, (ἀνέλκω) ἡ πρὸς τὰ ἄνω ἕλξις, τὸ σύρειν πρὸς τὰ ἄνω, πρὸς λίθων ἀνολκὴν Θουκ. 4. 112· τῷ δὲ ναυκλήρῳ (δίδοσθαι) ἀνολκὴν καὶ καθολκὴν Αἰν. Τακτ. 10.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action de tirer en haut.
Étymologie: ἀνέλκω.

Greek Monolingual

η (Α ἀνολκή) ολκή
νεοελλ.
Ναυτ. (για πλοία) ανέλκυση στην ξηρά μέ μηχανικά κυρίως μέσα
αρχ.
έλξη προς τα επάνω, ρυμούλκηση.

Greek Monotonic

ἀνολκή: ἡ (ἀνέλκω), ανάσυρση, λίθων, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνολκή:втаскивание, поднимание (λίθων Thuc.).

Middle Liddell

ἀνέλκω
a hauling up, λίθων Thuc.

English (Woodhouse)

hauling up

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)