ἀπονωτίζω
ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)
English (LSJ)
turn one's back and flee, S.Fr.713; trans. in causal sense, ἀ. τινὰς φυγῇ E.Ba.763.
Spanish (DGE)
1 huir volviendo la espalda s. cont., S.Fr.713.
2 hacer huir κἀπενώτιζον φυγῇ γυναῖκες ἄνδρας E.Ba.763.
3 en v. med. quitarse un peso de los hombros ἀπονωτίσασθαι δὲ τὸ καταθέσθαι Hsch.s.u. νωτίσασθαι.
German (Pape)
[Seite 317] den Rücken abkehren, wie Hesych. aus Soph. frg. 638 ἀπενώτισαν erkl.: ἀπέστρεψαν τὰ νῶτα; dah. φυγῇ τινα, Elnen in die Flucht schlagen, Eur. Bacch. 762.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπονωτίζω: ἀναγκάζω τινὰ νὰ στρέψῃ τὰ νῶτα καὶ φύγῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 638· ἐτραυμάτιζον κἀπενώτιζον φυγῇ γυναῖκες ἄνδρας Εὐρ. Βάκχ. 763, πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.
French (Bailly abrégé)
faire tourner le dos, mettre en fuite.
Étymologie: ἀπό, νωτίζω.
Greek Monolingual
ἀπονωτίζω (Α)
αναγκάζω κάποιον να στρέψει τα νώτα και να φύγει.
Greek Monotonic
ἀπονωτίζω: μέλ. -σω, αναγκάζω κάποιον να στρέψει τα νώτα και να φύγει, τινά, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπονωτίζω: (тж. ἀ. φυγῇ Eur.) обращать в бегство (τινά Soph.).