ἀποτυμπανισμός
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
ὁ, crucifixion, beheading, decapitation, cutting the head off, cutting off the head, guillotining, bringing to the block, chopping off one's head, axing, decollating Cat.Cod.Astr.7.140.11.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
suplicio, sufrimiento colectivo ἐὰν δὲ ἡ Σελήνη ... ἐκλείπῃ ... ἀ. ἔσται si la Luna (en determinado momento y sitio) se eclipsa habrá sufrimiento, Cat.Cod.Astr.7.140.11
•en particular decapitación ἀ. γὰρ λέγεται ὁ ἀποκεφαλισμός Chrys.M.63.187.
German (Pape)
[Seite 333] ὁ, Enthauptung, Sp.
French (Bailly abrégé)
[πᾰ] οῦ (ὁ) :
bastonnade, CHRYS. 4.567.
Étymologie: ἀποτυμπανίζω.
Greek Monolingual
ἀποτυμπανισμός, ο (AM)
θανάτωση καταδίκου με τον λαιμό και τα άκρα του δεμένα σε μακριά σανίδα, το τύμπανον ή τύπανον.