ἀπρόληπτος
οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass
English (LSJ)
ον, A unanticipated, Stoic. 3.149, Onos.8.1. 2 not prejudged, τὸ ἀ. τῶν πράξεων Hierocl. in CA24p.459M. 3 unprejudiced, Syrian.in Metaph.1.15.
Spanish (DGE)
-ον
1 inesperado, imprevisto μηδὲν αὐτῷ τῶν ἐναντιουμένων ἀπρόληπτον προσπίπτειν Chrysipp.Stoic.3.149, ἐπιβολαί Onas.8.1
•subst. ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων Hierocl.in CA 18.2.
2 no prejuzgado ἀ. καὶ ἀδέκαστος γενόμενος διαιτητής Syrian.in Metaph.1.15.
German (Pape)
[Seite 338] nicht vorweggenommen, unvorgreiflich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπρόληπτος: -ον, ὁ μὴ θεωρούμενος ὡς δεδομένος, ὁ γὰρ τῆς εὐβουλίας καιρός ἐν τῷ ἀπρολήπτῳ τῶν πράξεων παραγίνεται Ἱεροκλ. σ. 150.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπρόληπτος, -ον)
αυτός που δεν μπορεί να προληφθεί, να προβλεφθεί
αρχ.
απροσδόκητος.