ἀρτιάκις

From LSJ
Revision as of 14:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτῐάκις Medium diacritics: ἀρτιάκις Low diacritics: αρτιάκις Capitals: ΑΡΤΙΑΚΙΣ
Transliteration A: artiákis Transliteration B: artiakis Transliteration C: artiakis Beta Code: a)rtia/kis

English (LSJ)

[ᾰ], Adv. an even number of times, opp. περιττάκις, Pl.Prm.144a, Plu.2.429d; ἄρτια ἀ. even times even, of powers of two, Pl.Prm.143e, cf. Ascl.Tact.2.7.

Spanish (DGE)

adv. un número par de veces ἄρτιά τε ἄρα ἀ. ἂν εἴη habrá números pares un número par de veces Pl.Prm.143e, ἀ. ἄρτιος ἀριθμός Euc.7 Def.88, cf. Ascl.Tact.2.7, Nicom.Ar.1.8.4, Aristid.Quint.128.20
περιττὰ ἀ. números impares un número par de veces Pl.Prm.144a.

German (Pape)

[Seite 361] mit 2 od. einer geraden Zahl multiplicirt, Plut. def. orac. 36; ἄρτιος, gerade mal gerade, von den Zahlen, die, mit 2 dividirt, wieder eine gerade Zahl geben, Ggstz περισσάκις, Plat. Parm. 143 e; vgl. Nicom. ar. 1, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτιάκις: [ᾰ], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ περισσάκις, ἡ δὲ πεντὰς ἂν μὲν ἀρτιάκις λαμβάνηται, τὸν δέκα ποιεῖ τέλειον, ἐὰν δὲ περισσάκις, ἑαυτὸν πάλιν ἀποδίδωσιν Πλούτ. 2. 429D· ἄρτιά τε ἄρα ἀρτιάκις ἂν εἴη καὶ περιττὰ περιττάκις κτλ. Πλάτ. Παρμ. 144Α· ἀρτιάκις ἄρτιος, ἐπὶ ἀριθμοῦ ὅστις διαιρούμενος διὰ τοῦ δύο δίδει πηλίκον ἄρτιον, Πλάτ. Παρμ. 143Ε κἑξ.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec un nombre de fois pair.
Étymologie: ἄρτιος, -ακις.

Greek Monolingual

ἀρτιάκις επίρρ. (Α) άρτιος
σε άρτιες, σε ζυγές φορές.

Russian (Dvoretsky)

ἀρτιάκις: adv. четное число раз (ἄρτια ἀ. Plat.; ἀ. λαμβάνεσθαι Plut.).