ἀσυγκέραστος

From LSJ
Revision as of 14:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκέραστος Medium diacritics: ἀσυγκέραστος Low diacritics: ασυγκέραστος Capitals: ΑΣΥΓΚΕΡΑΣΤΟΣ
Transliteration A: asynkérastos Transliteration B: asynkerastos Transliteration C: asygkerastos Beta Code: a)sugke/rastos

English (LSJ)

ον, untempered, φύσις AP9.180 (Pall.).

Spanish (DGE)

-ον
1 no moderado φύσις AP 9.180 (Pall.).
2 insociable los nacidos bajo el signo de Leo, Hippol.Haer.4.19.2, cf. Hsch.s.u. ἄκρατος.

German (Pape)

[Seite 379] ungemischt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκέραστος: -ον, ὁ μὴ συγκεκραμένος, ἀμιγής, ἄκρατος, Ἀνθ. Π. 9. 180, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἄκρατος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non modéré, non tempéré.
Étymologie: , συγκεράννυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσυγκέραστος, -ον) συγκεράννυμι
αυτός που δεν έχει αναμιχθεί με κάτι άλλο, ο άκρατος
μσν.
ο ακοινώνητος.

Greek Monotonic

ἀσυγκέραστος: -ον (συγκεράννυμι), μη αναμειγμένος, αμιγής, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκέραστος: не смешанный в надлежащей пропорции, т. е. неупорядоченный (φύσις Anth.).

Middle Liddell

συγκεράννυμι
unmixed, Anth.