ἀτείχιστος
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
English (LSJ)
ον, A unwalled, unfortified, Th.1.2, 8.62, Lys.33.7: metaph., χάριν θανάτου πάντες ἄνθρωποι πόλιν ἀ. οἰκοῦμεν Epicur.Sent. Vat.31. Adv. ἀτειχίστως Sm.Za.2.4(8); ἀτείχιστοι τετειχισμένοι = fortified without fortifying walls, of Brahmans living in the open air, Philostr.VA3.15, 6.11. 2 not walled off, Th.1.64.
Spanish (DGE)
-ον
1 no fortificado ref. a pers. que habita ciudades no fortificadas dicho de los primeros pobladores de Grecia, Th.1.2, Λακεδαιμόνιοι Lys.33.7
•de ciudades y lugares, Th.1.64, X.HG 6.5.28, 32, Isoc.14.40, Epicur.Sent.Vat.[6] 31, SEG 28.1540.13 (Berenice I a.C.), LXX Nu.13.19, Plu.2.1125d, D.Chr.22.2, D.C.Epit.9.18.4, κῶμαι Plb.2.17.9, ἄκρα Plb.4.58.7, λόφος Polyaen.1.38.2
•no cercado, no vallado τόπος PBerl.Borkowski 8.14, 10.6, 12.26 (III/IV d.C.), οἰκία PGoodsp.Cair.13.4 (IV d.C.)
•fig. desprotegido ἀτείχιστον ... κατεσκεύασεν ἑαυτόν Ph.1.574.
2 adv. -ως sin fortificar Sm.Za.2.4
•fig. al aire libre de los Brahmanes οἰκοῦντας ... ἀ. τετειχισμένους Philostr.VA 3.15.
German (Pape)
[Seite 384] nicht mit Mauern umgeben, unbefestigt, Thuc. 1, 2 Xen. u. sonst; auch = nicht durch Verschanzungen abgesperrt, nicht blokirt, Thuc. 1, 64.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτείχιστος: -ον, ὁ μὴ τετειχισμένος, μὴ ὠχυρωμένος, Θουκ. 1. 2., 8. 62, Λυσ. 914. 16. - Ἐπίρρ. ἀτειχίστως Φιλόστρ. 245. 23, Σύμμ. ἐν Χαχ. β΄, 4. 2) ὁ μὴ ἀποτειχισθείς, ὁ μὴ ἀποκλεισθείς, Θουκ. 1. 64.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non muni de remparts;
2 non bloqué au moyen d'un mur.
Étymologie: ἀ, τειχίζω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτείχιστος, -ον)
αυτός που δεν περιβάλλεται με τείχη, ο ανοχύρωτος
αρχ.
εκείνος που δεν έχει αποκλειστεί με τείχος το οποίο κατασκεύασαν οι εχθροί.
Greek Monotonic
ἀτείχιστος: -ον (τειχίζω)·
1. ατείχιστος, ανοχύρωτος, σε Θουκ.
2. μη περιτειχισμένος, μη αποκλεισμένος, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτείχιστος: не окруженный крепостными стенами, неукрепленный Thuc., Xen., Polyb., Plut.: τὸ τεῖχος ἀτείχιστον Thuc. стена без укреплений.
Middle Liddell
τειχίζω
1. unwalled, unfortified, Thuc.
2. not walled in, not blockaded, Thuc.