ἀττάραγος
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
English (LSJ)
[τᾰ], ὁ, crumb, morsel of bread, Ath.14.646c: metaph., the least crumb, bit, οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες Call.Epigr.47.9.
Spanish (DGE)
(ἀττάρᾰγος) -ου, ὁ
• Prosodia: [-ττᾰ-]
migaja de pan ψωθία ... ἃ τινὰς ὀνομάζειν ἀτταράγους Theod.Hist.2, cf. Sch.Hippon.131.12 (p.177)
•costrón del pan τοῦ γε μὴν ἄρτου αἱ μὲν κατὰ τὸ ἄνω μέρος οἱονεὶ φλύκταιναι ἀττάραγος Poll.7.23, cf. Hsch.
•fig. lo más mínimo, pizca οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν τυ δεδοίκαμες no te tememos lo más mínimo Call.Epigr.46.9, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 389] ὁ, Brotkrümchen, Ath. XIV, 646 c; vgl. Poll. 7, 23; οὐδ' ὅσον ἀττάραγόν σε δεδοίκαμες Callim. ep. 14 (XII, 150), auch nicht im Geringsten; Hesych. hat auch die Form ἀττάραχος, B. A. 461 ἀττάρατοι, was wohl verschrieben ist.
Greek (Liddell-Scott)
ἀττάρᾰγος: ἢ -χος, ὁ, ψιχίον ἢ τεμάχιον ἄρτου, Ἀθήν. 646C· μεταφ. ἐλάχιστον, οὐδ’ ὅσον ἀττάραγον σε δεδοίκαμες Καλλ. Ἐπιγράμμ. 48. 9. Κατὰ τὸ Ἐτυμ. Μ. 167, 56: «ἀττάραγος, ἡ ἐπὶ τῶν ἄρτων ἀπὸ τῆς φλογὸς γινομένη ῥῆξις· οἱ δὲ τῶν κλωμένων ἄρτων τὰ ψιχίδια· τίθεται ἡ λέξις καὶ ἐπὶ τῶν ἐλαχίστων».
Greek Monolingual
ἀττάραγος και -χος, ο (Α)
1. ψίχουλο ψωμιού
2. κάτι το εξαιρετικά ασήμαντο.
Russian (Dvoretsky)
ἀττάρᾰγος: (ᾰρ) ὁ хлебная крошка: οὐδ᾽ ὅσον ἀττάραγον Anth. ни капли, нисколько.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: crumb, morsel of bread (Ath.). τὸ ἐλάχιστον. οἱ δε τὰς ἐπὶ τῶν ἄρτων φλυκταὶνας. οἱ δε τὰς καλουμένας ψίχας H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown. Certainly a loan word; Pre-Gr.?.
Frisk Etymology German
ἀττάραγος: {attáragos}
Grammar: m.
Meaning: Brosamen, Bißchen, τὸ ἐλάχιστον (Ath., Kall., H.).
Etymology: Volkstümliches Wort ohne Etymologie.
Page 1,182