ἀϊκής

From LSJ
Revision as of 15:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀϊκής Medium diacritics: ἀϊκής Low diacritics: αϊκής Capitals: ΑΪΚΗΣ
Transliteration A: aïkḗs Transliteration B: aikēs Transliteration C: aikis Beta Code: a)i+kh/s

English (LSJ)

[ῐ], ές, poet. for ἀεικής. Adv. ἀϊκῶς Il.22.336:—in Trag. αἰκής, ές. αἰκὲς πῆμα A.Pr.472; θανάτους αἰκεῖς S.El.206(lyr.). Adv. αἰκῶς S.El.102, 216 (both lyr.), Pl.Com.225.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): ép., jón., poét. ἀεικής
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [adv. -έως sólo Simon.2.1]
I 1inconveniente, terrible λοιγός Il.1.341, 456, πῆμα A.Pr.472, θάνατοι S.El.206, ἰός Opp.H.2.422
ultrajante δεσμός A.Pr.97
neutr. como adv. terriblemente ἔκπαγλον καὶ ἀεικές Od.17.216.
2 inconveniente, indigno, inferior, vil ἔργα Il.24.733, Hes.Th.166, μισθός Il.12.435, στολά S.El.191.
3 fuera de lo corriente, raro οὐδὲν ἀεικές (ἐστι) no tiene nada de raro Hdt.3.33, 6.98, cf. A.Pr.1041.
II adv. ἀϊκέως, ἀϊκῶς
1 inconvenientemente, de manera terrible σε κύνες ... ἑλκήσουσ' ἀ. Il.22.336.
2 de manera indigna οὐκ ἀεικέως Simon.2.1, cf. A.Ch.915, S.El.216, Pl.Com.249.
• Etimología: Cf. εἴκω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀϊκής: [ῐ]. ές, ποιητ. ἀντὶ ἀεικής, Ἐπίρρ. ἀϊκῶς, Ἰλ. Χ. 336: παρὰ Τραγικοῖς καὶ αἰκής, ές, (πρβλ. αἰκία), αἰκὲς πῆμα, Αἰσχύλ. Πρ. 472· θανάτους αἰκεῖς, Σοφ. Ἠλ. 206. - Ἐπίρρ. αἰκῶς, Σοφ. Ἠλ. 102 (τὰ χειρόγρ. ἀδίκως), 216. Πλάτ. Κωμ. Ἄδηλ. 60.

Greek Monotonic

ἀϊκής: [ῐ], -ές, ποιητ. αντί ἀεικής, επίρρ. ἀϊκῶς, σε Ομήρ. Ιλ.· σε Τραγ., αἰκής, αἰκῶς.

Frisk Etymological English

Meaning: unseemly
See also: ἔοικα

Frisk Etymology German

ἀϊκής: (ἀϊκῶς Χ 336),
{aïkḗs}
Forms: att. αἰκής aus *ἀϝικής neben ion. poet. ἀεικής.
Meaning: unziemlich, schmählich.
Derivative: Davon ἀεικείη, αἰκεία, αἰκία unziemliche Behandlung, Schmach; ἀεικίζω, αἰκίζω, -ομαι mißhandeln mit αἴκισμα (Trag., Lys.), αἰκισμός (D., LXX usw.). In ἀεικέλιος, αἰκέλιος (poet. seit Hom.) liegt eine Erweiterung des gleichbedeutenden ἀεικής, αἰκής vor, Frisk Adj. priv. 7.
Etymology: Privatives Verbaladj. zu ἔοικα, dual. ἔϊκτον. Das -ει- in ἀεικής wohl nach εἰκάζω, εἰκών usw. (schwerlich als Bahuvrihi zu *εἶκος). S. εἰκάζω, ἔοικα.
Page 1,38