ἁρμολογέω
Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund
English (LSJ)
join, pile together, τάφον AP7.554 (Phil.):—Pass., τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (ii A.D.): metaph., ἡρμολογημένον τῷ πρὸ ἑαυτοῦ closely connected with... S.E.M.5.78.
Spanish (DGE)
encajar, colocar τάφον AP 7.554 (Phil.)
•en v. pas. τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ... ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (II d.C.), ἕκαστον τῶν ζῳδίων ἡρμολογημένον S.E.M.5.78.
German (Pape)
[Seite 356] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμολογέω: συναρμολογῶ, συναρμόζω, κατασκευάζω, τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι σῶμα, οὐδ’ ὥσπερ ἡρμολογημένον τῷ πρό ἑαυτοῦ, συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. συναρμολογέω.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
arranger, organiser.
Étymologie: ἁρμός, λέγω².
Greek Monotonic
ἁρμολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω), ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμολογέω:
1) складывать, устраивать (τάφον Anth.);
2) непосредственно примыкать: ἡρμολογημένος τῷ πρὸ ἑαυτοῦ Sext. непрерывный, сплошной.