ἁρμολογέω

From LSJ
Revision as of 15:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Νόμιζ' ἀδελφοὺς τοὺς ἀληθινοὺς φίλους → Veros amicos alteros fratres puta → für deinen Bruder halte einen wahren Freund

Menander, Monostichoi, 377
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμολογέω Medium diacritics: ἁρμολογέω Low diacritics: αρμολογέω Capitals: ΑΡΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: harmologéō Transliteration B: harmologeō Transliteration C: armologeo Beta Code: a(rmologe/w

English (LSJ)

join, pile together, τάφον AP7.554 (Phil.):—Pass., τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (ii A.D.): metaph., ἡρμολογημένον τῷ πρὸ ἑαυτοῦ closely connected with... S.E.M.5.78.

Spanish (DGE)

encajar, colocar τάφον AP 7.554 (Phil.)
en v. pas. τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ... ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (II d.C.), ἕκαστον τῶν ζῳδίων ἡρμολογημένον S.E.M.5.78.

German (Pape)

[Seite 356] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμολογέω: συναρμολογῶ, συναρμόζω, κατασκευάζω, τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι σῶμα, οὐδ’ ὥσπερ ἡρμολογημένον τῷ πρό ἑαυτοῦ, συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. συναρμολογέω.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
arranger, organiser.
Étymologie: ἁρμός, λέγω².

Greek Monotonic

ἁρμολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω), ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμολογέω:
1) складывать, устраивать (τάφον Anth.);
2) непосредственно примыкать: ἡρμολογημένος τῷ πρὸ ἑαυτοῦ Sext. непрерывный, сплошной.

Middle Liddell

λέγω
to join, pile together, Anth.