ἄναντα

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄναντα Medium diacritics: ἄναντα Low diacritics: άναντα Capitals: ΑΝΑΝΤΑ
Transliteration A: ánanta Transliteration B: ananta Transliteration C: ananta Beta Code: a)/nanta

English (LSJ)

Adv. up-hill, opp. κάταντα (q.v.), Il.23.116.

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰ-]
I adj. neutr. plu.
1 cosas no trituradas S.Fr.294.
2 ἄναντα· ἀνωφερῆ. τινὲς δὲ τὰ μὴ βεβρεγμένα Hsch.
II adv. cuesta arriba ἧλθον Il.23.116.

German (Pape)

[Seite 199] (s. ἀνάντης). bergauf, Il. 23, 116.

Greek (Liddell-Scott)

ἄναντα: ἐπίρρ., ἀνωφερῶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κάταντα (ὃ ἴδε), πολλά δ’ ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.

French (Bailly abrégé)

adv.
en montant.
Étymologie: ἀνά, ἄντα.

English (Autenrieth)

(ἄντα): up-hill, Il. 23.116.

Greek Monolingual

επίρρ.ἄναντα) νεοελλ. προς τα πάνω και απέναντι
αρχ.
προς τα πάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α)- + άντα «απέναντι, κατά πρόσωπο»].

Greek Monotonic

ἄναντα: επίρρ. του ἀνάντης, ανηφορικά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἄναντα: adv. в гору, вверх (ἦλθον Hom.).

Middle Liddell

[adverb of ἀνάντης.]
up-hill, Il.