ἐμβασιλεύω
σκληρόν σοι πρὸς κέντρα λακτίζειν → it is hard for thee to kick against the pricks, it is hard for you to kick against the goads
English (LSJ)
to be king in or among, c. dat., πόλεσι Od.15.413; Μολοσσίᾳ Pi.N.7.38; ἀνδράσιν A.R.1.173; οὐρανῷ Hes.Th.71, etc.; τοῖς ἀνθρώποις Iamb.Protr.20; ὅθ' ἄρ' Ἄδρηστος πρῶτ' ἐμβασίλευεν Il. 2.572: c. gen., πάντων Theoc.17.85.
Spanish (DGE)
1 intr. reinar, ser rey ὅθ' ἄρ' Ἄδρηστος πρῶτ' ἐμβασίλευεν Il.2.572, cf. Theoc.16.100, Q.S.13.531, c. dat. de lugar τῇσιν (πόλεσι) Od.15.413, cf. Hes.Fr.23a.36, 129.10, Μολοσσίᾳ Pi.N.7.38, c. suj. de dioses οὐρανῷ Hes.Th.71, Op.111, ἁλὸς πόρῳ de Posidón, Opp.H.1.73, ἐν οὐρανῷ ἀγλαόεντι Cod.Vis.Laud.2, c. dat. de pers. ἀνδράσιν A.R.1.173, cf. 798, 2.358, Iambl.Protr.20 (p.127), c. gen. πάντων Theoc.17.85, cf. Orph.H.79.5, abs. οὐρανίη ὅταν ἡ χάρις ἐμβασιλεύσῃ Orac.Sib.8.195.
2 tr. reinar sobre, ser emperador de Αὔσονας SEG 47.1749.17 (Frigia, imper.).
German (Pape)
[Seite 805] darin, darüber König sein, herrschen; πόλεσι Od. 15, 412; ὅθι Il. 2, 572; Μολοσσίᾳ Pind. N. 7, 38; οὐρανῷ Hes. Th. 71; sp. D.; ἀνδράσιν Ap. Rh. 1, 173; πάντων Theocr. 17, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμβασιλεύω: βασιλεύω ἐν τόπῳ τινί, μετὰ δοτ., τῇσιν (ταῖς πόλεσιν) ἐμβασίλευε Ὀδ. Ο. 413· οὐρανῷ Ἡσ. Θ. 71, κτλ.· ὅθ᾿... Ἄδρηστος πρῶτ᾿ ἐμβασίλευεν Ἰλ. Β. 572: μετὰ γεν., πάντων Θεόκρ. 17. 85.
French (Bailly abrégé)
régner dans ou sur, dat. du pays ou gén. de pers..
Étymologie: ἐν, βασιλεύω.
English (Autenrieth)
be king in, rule therein, Il. 2.572 and Od. 15.413.
English (Slater)
ἐμβᾰςῐλεύω reign over c. dat. Μολοσσίᾳ δ' ἐμβασίλευεν ὀλίγον χρόνον (sc. Νεοπτόλεμος) (N. 7.38)
Greek Monolingual
ἐμβασιλεύω (AM)
βασιλεύω («ὅθ' Ἄδρηστος πρῶτ' ἐμβασίλευε»).
Greek Monotonic
ἐμβᾰσῐλεύω: μέλ. -σω (ἐν), βασιλεύω σε έναν τόπο ή είμαι βασιλιάς μεταξύ άλλων βασιλέων, με δοτ., σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμβᾰσιλεύω: (где-л. или над чем-л.) царствовать (πόλεσι Hom.; Μολοσσίᾳ Pind.; οὐρανῷ Hes.; τῶν πάντων Theocr.).