ἐνρήγνυμι

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνρήγνῡμι Medium diacritics: ἐνρήγνυμι Low diacritics: ενρήγνυμι Capitals: ΕΝΡΗΓΝΥΜΙ
Transliteration A: enrḗgnymi Transliteration B: enrēgnymi Transliteration C: enrignymi Beta Code: e)nrh/gnumi

English (LSJ)

A break into:—Pass., discharge itself into, ἐς ἔντερον Aret. SA1.10. II intr. in pf. part. Act. ἐνερρωγώς, υῖα, ός, broken, κλῖναι IG11(2).199B90 (iii B. C.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐρρ- Gal.18(2).347, M.Ant.6.20, Hld.1.12.2
I tr. romper en o con c. dat., en v. pas. κεφαλὴν ... τοῖς ... λίθοις ἐνραγεῖσαν Lib.Or.1.216, σιδήρῳ τεθηγμένῳ ἐνρηγνύμενος Ast.Am.Hom.8.23.2, abs. (ναῦς) ἐρραγεῖσα Gal.l.c.
II intr.
1 en part. perf. act. estar roto ἐνερρωγυῖαι κλῖναι IG 11(2).199B.90 (III a.C.).
2 de un fluido descargarse dentro ἢν (τὸ πῦον) ... ἐς ἔντερον ἐνραγῇ Aret.SA 1.10.5 (cód.).
3 en v. med.-pas. chocar, entrechocarse τῇ κεφαλῇ ἐρραγεὶς πληγὴν ἐποίησεν M.Ant.l.c., (ἵπποι δ' αὖτε κύνες) ζωοῖσι ... αἰὲν ἐνερρήγνυντο Q.S.13.460, cf. 14.518.
4 fig., en v. med.-pas. estallar, explotar ὡς ὀργῆς εἶχον ἐρραγείς Hld.l.c.

German (Pape)

[Seite 851] (s. ῥήγνυμι), einreißen, einbrechen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνρήγνυμι: μέλλ. ἐνρήξω, ἐν παθ. φωνῇ, βίᾳ εἰσπίπτω, εἰσορμῶ, ἢν ἐς ἔντερον ἐνραγῇ (τὸ πῦον) Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Νούσ. 1. 10˙ - ῥήγνυμαι κατά τινος, Ἰω. Χρύσ. τ. 6. 536.

Greek Monolingual

ἐνρήγνυμι (Α) ρήγνυμι
1. σπάζω κάτι μέσα σε κάτι άλλο
2. ἐνρήγνυμαι
α) (για υγρό) εισχωρώ, αδειάζω ορμητικά μέσα σε κάτι
β) εκρήγνυμαι εναντίον κάποιου.