ἐνομήρης
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
English (LSJ)
ες, = ὁμήρης ἐν... joined, Nic.Al.238; cf. Hsch. s.v. ἐμπήρους.
Spanish (DGE)
-ες
• Morfología: [ac. sg. no contr. ἐνομήρεα Nic.Al.238]
1 juntado, unido c. dat. γληχὼ σπέρμασι μηλείοισι ... ἐνομήρεα Nic.l.c.; cf. ὁμηρέω.
2 subst. οἱ ἐνομήρεις rehenes Hsch.ε 2453; cf. ὁμήρης.
German (Pape)
[Seite 849] ες, darin verbunden, zusammen, Nic. Al. 238. 620.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνομήρης: ες = ὁμήρης ἐν, ἡνωμένος, Νικ. Ἀλεξιφ. 238, 620˙ πρβλ. Meineke Κωμικ. Ἀποσπ. 2, σ. 877.
Greek Monolingual
ἐνομήρης, -ες (Α)
ενωμένος με..., δεμένος μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ομήρης < ομού + -ηρης < αραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ» (πρβλ. λογχήρης, ποδήρης, χαλκήρης κ.ά.)].