ἄτλητος

From LSJ
Revision as of 16:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄτλητος Medium diacritics: ἄτλητος Low diacritics: άτλητος Capitals: ΑΤΛΗΤΟΣ
Transliteration A: átlētos Transliteration B: atlētos Transliteration C: atlitos Beta Code: a)/tlhtos

English (LSJ)

Dor. ἄτλατος, ον, A not to be borne, insufferable, unendurable πένθος, ἄχος, Il.9.3, 19.367, cf. Orac. ap. Hdt.5.56, Pi.O.6.38; ἀγγελία S.Aj. 223 (lyr.). 2 not to be dared, ἄτλητα τλᾶσα A.Ag.408 (lyr.). II Act., incapable of bearing, impatient of, c. gen., μόθων ἄ. AP9.321 (Antim. ?). Adv. ἀτλήτως, insufferably, unendurably φέρειν Ael.NA16.28.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): dór. ἀτλατ- Pi.O.6.38, N.1.48, S.Ai.224
• Prosodia: [fem. -α Pi.Fr.42.5 (cj.)]
I 1de abstr. intolerable, insoportable en sent. psíquico ἄχος Il.9.3, 19.367, Hes.Fr.33a, δέος Pi.N.1.48, cf. O.6.38, κῆδος A.R.2.858, πάθος Hld.2.4.1, πένθος IG 12(7).53.12 (Amorgos III d.C.)
ἀγγελίαν ἄτλατον οὐδὲ φευκτάν noticia intolerable e ineluctable S.Ai.224
c. dat. γένος δ' ἄτλητον ἀνθρώποισι S.OT 792
en sent. fís. inaguantable, insoportable ψώα hedor inaguantable A.R.Fr.5.5
subst. neutr. plu. cosas intolerables, insoportables ἄτλητα πεπονθώς Thgn.1029, cf. Orác. en Hdt.5.56, Theoc.25.203, cf. Pi.Fr.l.c.
2 sólo subst. τὰ ἄτλητα cosas que no deben osarse ἄτλητα τλᾶσα A.A.408.
II de pers. que no soporta, impaciente c. gen. μόθων AP 9.321 (Antim.).
III adv. -ως intolerablemente φέρειν Ael.NA 16.28.

German (Pape)

[Seite 387] unerträglich, πένθος Il. 9, 3; ἄχος 19, 367; πάθη Pind. Ol. 6, 38; βέλος N. 1, 48; ἄτλητα παθών poët. bei Her. 5, 56; θήρ Agath. 27 (VI, 74); nicht zu wagen, ἄτλητα τλᾶσα Aesch. Ag. 396.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 intolérable;
2 qu’il ne faut pas oser.
Étymologie: , τλῆναι.

English (Autenrieth)

(τλῆναι): unendurable, Il. 9.3 and Il. 19.367.

Greek Monolingual

ἄτλητος και (δωρ. τ.) ἄτλατος, -ον (Α)
1. ο αφόρητος
2. αυτός που δεν έπρεπε να τολμηθεί, ο παράτολμος
3. ο ανίκανος να υπομείνει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.) τλᾱ-, τλήναι].

Greek Monotonic

ἄτλητος: Δωρ. ἄ-τλᾱτος, -ον,
I. 1. αφόρητος, ανυπόφορος, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., Σοφ.
2. αυτός που δεν αποτολμάται, ἄτλησα τλᾶσα, σε Αισχύλ.
II. Ενεργ., ανίκανος να υπομείνει ένα πράγμα, με γεν., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἄτλητος: дор. ἄτλᾱτος 2
1) невыносимый, нестерпимый (πένθος Hom.; πάθη Pind.; ἄτλητα παθεῖν Her.);
2) невыносящий, невыносливый (τινος Anth.);
3) внушающий непреодолимую робость, страшный (ἄτλητα τλῆναι Aesch.; θήρ Anth.).

Middle Liddell


I. not to be borne, insufferable, Il., Orac. ap. Hdt., Soph.
2. not to be dared, ἄτλητα τλᾶσα Aesch.
II. act. incapable of bearing a thing, c. gen., Anth.