εὔμουσος
English (LSJ)
ον, A skilled in the arts, esp. in poetry, music, and dancing, Man.4.60, 5.269; but usu., 2 musical, melodious, μολπά E.IT145 (lyr.); τιμαί Ar.Th.112 (lyr.); παιδιά Luc. Am.53; χεύματα AP9.661 (Jul.). Adv. -σως gracefully, Corn.ND 14, Plu.2.1119d.
German (Pape)
[Seite 1081] in den Musenkünsten gebildet, mit Schönheitsgefühl u. Kunstsinn begabt, u. von Sachen, anmuthig, μολπή Eur. I. T 145; τιμαί, die von den Musen ertheilten, Ar. Th. 112; Sp., wie Luc. amor. 53. – Adv. εὐμούσως, Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 habile dans la pratique des arts, des lettres, etc.
2 harmonieux.
Étymologie: εὖ, μοῦσα.
Greek (Liddell-Scott)
εὔμουσος: -ον, ἔμπειρος ἐν ταῖς τέχναις, ἰδίως ἐν τῇ ποιήσει, μουσικῇ καὶ ὀρχήσει, ἀντίθετον τῷ ἄμουσος: ἐντεῦθεν, μελῳδικός, μολπὴ Εὐρ. Ι. Τ. 145· τιμαὶ Ἀριστοφ. Θεσμ. 112· παιδιὰ Λουκ. Ἔρωτ. 53· χεύματα Ἀντ. Π. 9. 66. - Ἐπίρρ. -σως, ἐπιχαρίτως, Πλούτ. 2. 1119D.
Greek Monotonic
εὔμουσος: -ον (μοῦσα), έμπειρος στις τέχνες, ιδίως, στην ποίηση και στη μουσική· απ' όπου, μουσικός, ρυθμικός, μελωδικός, σε Ευρ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
εὔμουσος:
1) посвященный Музам: εὔμουσοι τιμαί Arph. посвященные Музам состязания, т. е. состязания в искусствах;
2) художественный, изящный (παιδιά Luc.);
3) стройный, музыкальный, певучий (μολπή Eur.; χεύματα Anth.).
Middle Liddell
εὔ-μουσος, ον μοῦσα
skilled in the arts, especially in poetry and music: hence musical, melodious, Eur., Anth.