βιβλιοκάπηλος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, dealer in books, Luc.Ind.4,24.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ librero Luc.Ind.4, 24.
German (Pape)
[Seite 444] ὁ, Bücherkrämer, Luc. adv. ind. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
libraire.
Étymologie: βιβλίον, κάπηλος.
Greek (Liddell-Scott)
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, ἔμπορος βιβλίων, Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 4. 24.
Greek Monolingual
ο (Α βιβλιοκάπηλος)
νεοελλ.
αυτός που ασκεί βιβλιοκαπηλεία
αρχ.
έμπορος βιβλίων, βιβλιοπώλης.
Greek Monotonic
βιβλιοκάπηλος: [ᾰ], ὁ, έμπορος βιβλίων, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
βιβλιοκάπηλος: ὁ Luc. = βιβλιοπώλης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βιβλιοκάπηλος -ου, ὁ βύβλος, κάπηλος boekverkoper.
Middle Liddell
a dealer in books, Luc.