δεράς

From LSJ
Revision as of 18:20, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source

German (Pape)

[Seite 548] άδος, ἡ, = δειράς, nach Herm. Conj., Soph. Phil. 49 1; Eur. I. T. 1240.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
c. δειράς.

Greek (Liddell-Scott)

δεράς: -άδος, ἡ, = δειράς, ἐκ διορθώσεως τοῦ Toup ἐν Σοφ. Φ. 491.

Greek Monolingual

δεράς (-άδος), η (Α)
η δειράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εσφαλμένος τύπος αντί του δειράς].

Greek Monotonic

δεράς: -άδος, ἡ, =δειράς, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δεράς: άδος ἡ Soph., Eur. = δειράς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεράς -άδος, ἡ [~ δειράς] bergrug; hooggelegen vallei; graat, pas (tussen twee valleien).

Middle Liddell

= δειράς, Soph.]