γυναιμανής

From LSJ
Revision as of 18:45, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γῠναιμᾰνής Medium diacritics: γυναιμανής Low diacritics: γυναιμανής Capitals: ΓΥΝΑΙΜΑΝΗΣ
Transliteration A: gynaimanḗs Transliteration B: gynaimanēs Transliteration C: gynaimanis Beta Code: gunaimanh/s

English (LSJ)

ές, A = γυναικομανής, mad for women, Il.3.39, h.Bacch. 17, Ael.NA15.14, Q.S.1.726:—in late Ep. γῠναικο-μανέων, as if a part., ib. 735, Nonn.D.2.125, al. II making women mad, Hsch.

Spanish (DGE)

(γῠναιμᾰνής) -ές
• Alolema(s): γυνο- Sch.D.T.229.30; γυνα- Sch.D.T.l.c.
1 que enloquece por las mujeres, mujeriego, donjuán Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γ. Il.3.39, 13.769, οἰνόφλυγες καὶ πόρνοι καὶ γυναιμανεῖς D.Chr.32.91, φύσει ... ἔστι τὸ βάρβαρον γυναιμανές Charito 5.2.6, cf. Malch.Fr.8.23, Triph.613, Nonn.D.15.75, 42.314, 48.551, 774, de los orangutanes, Ael.NA 15.14
fig. ἦτορ Q.S.1.726, χεῖρες Nonn.D.15.288, cf. Hsch., Sch.D.T.l.c., 378.30.
2 que enloquece a las mujeres, seductor Dioniso h.Hom.1.17, cf. Euph.142.b.17v.G., Hsch.

German (Pape)

[Seite 511] = γυναικομανής, weibertoll, Hom. zweimal, Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά Iliad. 3, 39. 13, 769; – Sp., wie Qu. Sm. 1, 726 Ael. N. A. 15, 14.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. γυναικομανής.

Greek (Liddell-Scott)

γῠναιμᾰνής: ές,= γυναικομανής, Ἰλ. Γ. 39, Αἰλ. π. Ζ. Ἰ. 15. 14. Παρὰ μεταγεν. Ἐπ. γυναιμανέων, ὥς τις μετοχή, Κ. Σμ. 1. 735.

English (Autenrieth)

(μαίνομαι): womanmad; Paris, Il. 3.39. (Il.)

Greek Monolingual

γυναιμανής, -ές (Α)
ο γυναικομανής.

Greek Monotonic

γῠναιμᾰνής: -ές (μαίνομαι), αυτός που έχει μανία με τις γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

γῠναιμᾰνής: Hom. = γυναικομανής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυναιμανής -ές [γυνή, μαίνομαι] gek op vrouwen, vrouwengek.

Middle Liddell

μαίνομαι
mad for women, Il.