διήγημα

From LSJ
Revision as of 18:50, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διήγημα Medium diacritics: διήγημα Low diacritics: διήγημα Capitals: ΔΙΗΓΗΜΑ
Transliteration A: diḗgēma Transliteration B: diēgēma Transliteration C: diigima Beta Code: dih/ghma

English (LSJ)

ατος, τό, tale, λέγειν Phoenicid.4.15; δ. ἀνωφελές Plb.1.14.6, cf. LXX De.28.37, Polem.Call.42, Porph.Antr.4, etc.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 narración, relato, historia c. gen. subjet. τὰ Ἰσαίου διηγήματα D.H.Is.16.2, c. gen. obj. τοῦ δράματος Ach.Tat.5.3.4, cf. LXX 2Ma.2.24, Pall.H.Laus.proem.2, Chrys.M.47.322, c. prep. περὶ αὐτοῦ Eus.M.23.1297C, sin rég. τερπνόν D.Fr.1.5, στρατιωτικά Epicur.Fr.[9], ἀνωφελές Plb.1.14.6, ἐμπορικά Plb.4.39.11, cf. Str.14.2.21, ἀσύμφωνα I.BI 1.1, cf. Polem.Call.42, D.H.Pomp.3.14, Plu.2.503b, 514b, Paus.1.25.1, ἐπιτραπέζια διηγήματα Basil.Hex.7.6 (p.426), cf. Vett.Val.258.19, Lib.Decl.6.1.2, Eun.Hist.14, Βεργαῖον δ. relato bergeo, e.e. relato increíble Str.2.3.5, δ. ἐστι λόγος ἐκθετικὸς πραγμάτων γεγονότων ἢ ὡς γεγονότων la narración es un discurso que expone hechos reales o supuestamente reales Theo Prog.78.16, ὁ μὲν διήγημ' ἔλεγεν Phoenicid.4.15, cf. Aeschin.Ep.4.5, LXX De.28.37, Demetr.Eloc.8, D.H.Th.33.2, Ph.2.67, 589, I.AI 15.210, Sor.125.7, Luc.DMeretr.13.4, Fauorin.Fort.4, Hermog.Inu.4.12 (p.202), X.Eph.3.3.3, Hld.1.8.7, Aristid.Quint.74.11, Alex.Aphr.Pr.1.118, Clem.Al.Prot.11.113, Gr.Naz.Ep.249.15, Porph.Antr.4, Phlp.in Cat.193.8, ἡ τομὴ τοῦ διηγήματος Sch.Il.11.243c, cf. Sch.Er.Il.11.671-761, Περὶ προθέσεως καὶ διηγήματος tít. de una obra de Teofrasto, D.L.5.48.
2 explicación τὸ ... εὐαγγέλιον δ. νόμου Melit.Pasch.279, cf. Ath.Al.M.26.125C, Meth.Arbitr.1.2 (p.147).
3 jur. informe, exposición redactado para su publicación δ. ἀποκηρύξεως PMasp.97ue.D.27 (VI d.C.) en BL 1.108.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
récit.
Étymologie: διηγέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

διήγημα: τό, ὡς παρ' ἡμῖν, λέγειν Φοινικίδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 15· δ. ἀνωφελὲς Πολύβ. 1. 14, 6· δ. γέγονα, ὡς παρ' Ὁρατίῳ, fabula fies, ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Χαρίτωνος.

Greek Monolingual

το (AM διήγημα) διηγούμαι
ό,τι διηγείται ή εξιστορεί κάποιος
νεοελλ.
είδος πεζογραφικής φανταστικής αφήγησης γραμμένης συνήθως με μεγαλύτερη πυκνότητα και ένταση από ό,τι το μυθιστόρημα και η νουβέλλα
αρχ.
φρ. «διήγημα γέγονα» — αφηγούνται προφορικώς ή γραπτώς την περίπτωση μου.

Russian (Dvoretsky)

διήγημα: ατος τό рассказ, повествование Polyb., Plut.