κέκραγμα
From LSJ
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
ατος, τό, scream, cry, Ar.Pax637 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1413] τό, das Geschrei, Ar. Pax 637.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
cri.
Étymologie: κέκραγα.
Greek (Liddell-Scott)
κέκραγμα: τό, κραυγή, φωνὴ ὀξεῖα, Ἀριστοφ. Εἰρ. 637, ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
κέκραγμα, τὸ (Α)
κραυγή, οξεία φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιπλασιασμένο θ. κεκραγ- του κράζω (πρβλ. παρακμ. κέκραγα) + κατάλ. -μα].
Greek Monotonic
κέκραγμα: -ατος, τό, κραυγή, αλαλαγμός, ιαχή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κέκραγμα: ατος τό крик Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κέκραγμα -ατος, τό [κράζω] geschreeuw.
Middle Liddell
κέκραγμα, ατος, τό, κέκραγα, perf. of κραζω]
a scream, cry, Ar.