θώπτω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
= θωπεύω, c.acc., θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί A.Pr.937: fut.
German (Pape)
[Seite 1230] = θωπεύω; θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί Aesch. Prom. 939; VLL.
French (Bailly abrégé)
flatter, caresser, acc..
Étymologie: θώψ.
Greek (Liddell-Scott)
θώπτω: θωπεύω, μετ’ αἰτ., θῶπτε τὸν κρατοῦντ’ ἀεὶ Αἰσχύλ. Πρ. 937: μέλλ. θώψεις, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 231. – Καθ’ Ἡσύχ. «θώπτει· σκώπτει. θεραπεύει». (Πρβλ. θώψ).
Greek Monolingual
θώπτω (Α) θωψ
1. θωπεύω, κολακεύω, περιποιούμαι («θῶπτε τὸν κρατοῦντ' ἀεί», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «θώπτει
σκώπτει, θεραπεύει».
Greek Monotonic
θώπτω: = θωπεύω, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θώπτω: льстить, окружать лестью, ублажать (τὸν κρατοῦντα Aesch.).