βάδος
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, A walk, βάδον βαδίζειν, coined by Ar.Av.42. II v. βάτος.
Spanish (DGE)
v. 2 βάτος.
-ου, ὁ paso βάδον βαδίζειν dar un paso Ar.Au.42.
German (Pape)
[Seite 423] ὁ, Weg, βάδον βαδίζειν Ar. Av. 42.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
marche.
Étymologie: R. Βα, marcher.
Greek (Liddell-Scott)
βάδος: ὁ, περιπάτημα, περίπατος, βάδισις, ὁδός, βάδον βαδίζειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 42.
Greek Monolingual
βάδος, ο (Α) βαδίζω
βάδιση, περπάτημα.
Greek Monotonic
βάδος: ὁ (βαίνω), περίπατος, βάδον βαδίζειν, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
βάδος: (ᾰ) ὁ ход, путь (βὰδον βαδίζειν Arph.).
Middle Liddell
βαίνω
a walk, βάδον βαδίζειν Ar.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βάδος -ου, ὁ βαίνω mogelijk kom. woordvorming, gang, loop:. διὰ ταῦτα τόνδε τὸν βάδον βαδίζομεν daarom gaan wij deze gang Aristoph. Av. 42.